- ορσοθύρα
- η чёрный ход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀρσοθύρα — ὀρσοθύρᾱ , ὀρσοθύρη a door high up in the wall fem nom/voc/acc dual ὀρσοθύρᾱ , ὀρσοθύρη a door high up in the wall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορσοθύρα — η (Α ὀρσοθύρα και ὀρσοθύρη) νεοελλ. η μη κύρια, η μη κεντρική θύρα τού σπιτιού, η πόρτα τής υπηρεσίας, το παραπόρτι αρχ. θύρα που βρισκόταν ψηλά και στην οποία έφτανε κανείς με σκάλες και ιδίως η πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού δεξιού… … Dictionary of Greek
ὀρσοθύραν — ὀρσοθύρᾱν , ὀρσοθύρη a door high up in the wall fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
er-3 : or- : r- — er 3 : or : r English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung … Proto-Indo-European etymological dictionary